- τσουβαλιάζω
- Ν [τσουβάλι]1. βάζω στο τσουβάλι («τσουβαλιάζω τα άχυρα»)2. μτφ. α) παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον («τόν τσουβάλιασαν»β) συλλαμβάνω και φυλακίζω («τούς τσουβάλιασαν όλους χθες το βράδυ καθώς έπαιζαν χαρτιά»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουβαλιάζω — τσουβαλιάζω, τσουβάλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσουβαλιάζω — τσουβάλιασα, τσουβαλιάστηκα, τσουβαλιασμένος 1. βάζω στο τσουβάλι, συσκευάζω σε σακί, σακιάζω: Τσουβάλιασα τα σαπούνια. 2. μτφ., παρασύρω, παραπλανώ, καταφέρνω, τυλίγω: Τσουβάλιασε τον πατέρα του και αυτός του αγόρασε αυτοκίνητο. 3. φυλακίζω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουβάλιασμα — το, Ν [τσουβαλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουβαλιάζω … Dictionary of Greek
σακιάζω — Ν [σάκος] βάζω κάτι μέσα στον σάκο, σακουλιάζω, τσουβαλιάζω («σακιάζω το στάρι») … Dictionary of Greek